- σφυροπέλεκυς
- (-εως) ο топорик с молотком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σφυροπέλεκυς — ελέκεως, ο, ΝΑ εργαλείο τού οποίου το ένα άκρο έχει σχήμα σφύρας ενώ το άλλο σχήμα πελέκεως νεοελλ. είδος σκεπαρνιού με σχισμή στο κέντρο τής λεπίδας του για την εξαγωγή καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + πέλεκυς] … Dictionary of Greek